·

block (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “block”

ενικός block, πληθυντικός blocks
  1. μπλοκ
    The kids played with colorful wooden blocks.
  2. τετράγωνο (μια περιοχή σε μια πόλη που περιβάλλεται από δρόμους από όλες τις πλευρές)
    They live just two blocks away from the supermarket.
  3. πολυκατοικία (ένα μεγάλο κτίριο χωρισμένο σε μικρότερες μονάδες, όπως διαμερίσματα ή γραφεία)
    She works in an office block downtown.
  4. εμπόδιο
    There was a block on the road due to the fallen tree.
  5. μπλοκ (μια κίνηση στον αθλητισμό για να σταματήσει η κίνηση ενός αντιπάλου ή της μπάλας)
    His block prevented the opposing team from scoring.
  6. μπλοκάρισμα (μια προσωρινή αδυναμία να σκεφτεί κανείς καθαρά ή να θυμηθεί κάτι)
    She had a total block during the exam.
  7. μπλοκ (στην πληροφορική, μια μονάδα αποθήκευσης ή επεξεργασίας δεδομένων)
    The file is divided into several blocks for efficient access.
  8. μπλοκ (στην πληροφορική, ένας περιορισμός που εμποδίζει την πρόσβαση σε έναν διαδικτυακό λογαριασμό ή υπηρεσία)
    The user received a block for violating the rules.
  9. μπλοκ (προγραμματισμός, ένα τμήμα κώδικα που αντιμετωπίζεται ως μία ενιαία μονάδα)
    The function consists of multiple blocks.

ρήμα “block”

απαρέμφατο block; αυτός blocks; αόριστος blocked; μετοχή αορ. blocked; μετοχή ενεστ. blocking
  1. μπλοκάρω
    The fallen tree blocked the road for hours.
  2. σταματάω (κάποιον)
    He blocked us so that we couldn't enter.
  3. αποτρέπω
    The new regulation may block the merger.
  4. μπλοκάρω (να σταματήσω ή να εκτρέψω την ενέργεια ενός αντιπάλου στον αθλητισμό)
    The defender blocked the shot at the last second.
  5. μπλοκάρω (να εμποδίσεις κάποιον να επικοινωνήσει μαζί σου ή να έχει πρόσβαση στο περιεχόμενό σου διαδικτυακά)
    She blocked him on her phone after the disagreement.
  6. μπλοκάρω (να σχεδιάζω τις κινήσεις και τις θέσεις των ηθοποιών σε ένα θεατρικό έργο ή ταινία)
    The director blocked the scene before rehearsals.
  7. σχεδιάζω (πρόχειρα)
    He blocked out the painting before adding colors.
  8. μπλοκάρω (στην πληροφορική, να περιμένω μέχρι να ικανοποιηθεί μια συγκεκριμένη συνθήκη πριν προχωρήσω)
    The program blocks until the user inputs a command.