ρήμα “simplify”
απαρέμφατο simplify; αυτός simplifies; αόριστος simplified; μετοχή αορ. simplified; μετοχή ενεστ. simplifying
- απλοποιώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The teacher simplified the math problem by breaking it down into smaller, more manageable steps.
- απλοποιούμαι
As the discussion progressed, the arguments began to simplify and the core issues became more apparent.