·

this (EN)
οριστικό, αντωνυμία, επίρρημα, επίφωνο

οριστικό “this”

this
  1. αυτός (for masculine), αυτή (for feminine), αυτό (for neuter)
    This book on the table is my favorite novel.
  2. αυτό το (παρόν ή άμεσα επερχόμενο)
    I have a dentist appointment this afternoon.

αντωνυμία “this”

this
  1. αυτός, αυτή, αυτό
    This is my grandmother.

επίρρημα “this”

this (more/most)
  1. μέχρι αυτού του σημείου
    Hold the rope this tightly to ensure it doesn't slip.

επίφωνο “this”

this
  1. εκφράζει έντονη έγκριση για όσα μόλις ειπώθηκαν ή γράφτηκαν
    ― We should recycle more to save the planet. ― This!