ουσιαστικό “creation”
ενικός creation, πληθυντικός creations ή μη μετρήσιμο
- δημιούργημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her latest creation was a beautiful, hand-knitted sweater that won first prize at the county fair.
- δημιουργία
The creation of the new website took months of coding and design work.
- κτίση (ή δημιουργία του σύμπαντος)
He marveled at the beauty of the stars, feeling humbled by the vastness of creation.