·

retirement account (EN)
φράση

φράση “retirement account”

  1. λογαριασμός που χρησιμοποιείται για την αποταμίευση χρημάτων για τη συνταξιοδότηση, συχνά με φορολογικά οφέλη
    After starting her new job, she decided to regularly deposit into her retirement account to ensure financial security when she retires.