·

allocation (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “allocation”

ενικός allocation, πληθυντικός allocations ή μη μετρήσιμο
  1. κατανομή
    The manager is responsible for the allocation of duties among the staff.
  2. κατανομή (ένα μέρος ή ποσό από κάτι που δίνεται ή ανατίθεται σε κάποιον)
    Each student received an allocation of funds to buy books.
  3. (στην εμβρυολογία) η διαδικασία κατά την οποία τα εμβρυονικά κύτταρα προορίζονται να αναπτυχθούν σε συγκεκριμένους τύπους κυττάρων ή περιοχές του σώματος
    Allocation of cells during early development determines the organism's body plan.