·

least (EN)
οριστικό, επίρρημα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
little (επίρρημα)

οριστικό “least”

least
  1. λιγότερα (τροποποιεί ουσιαστικό)
    He earns the least money compared to his coworkers.

επίρρημα “least”

least (more/most)
  1. το λιγότερο (χρησιμοποιείται για τη δημιουργία της υπερθετικής βαθμίδας των επιθέτων)
    The fifth problem was the least difficult one.
  2. τουλάχιστον (τροποποιεί ρήμα)
    He always shows up when you least expect it.