·

texting (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
text (ρήμα)

ουσιαστικό “texting”

ενικός texting, πληθυντικός textings ή μη μετρήσιμο
  1. στέλνοντας μηνύματα μέσω κινητού τηλεφώνου
    Teenagers prefer texting over sending emails.