ρήμα “assess”
απαρέμφατο assess; αυτός assesses; αόριστος assessed; μετοχή αορ. assessed; μετοχή ενεστ. assessing
- αξιολογώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Before buying the house, they assessed its condition thoroughly.
- επιβάλλω (φορολογία, τέλος ή πρόστιμο)
The accountant assessed the company's tax liability for the year.