·

downing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
down (ρήμα)
Downing (Κύριο Όνομα)

ουσιαστικό “downing”

ενικός downing, πληθυντικός downings
  1. κατάρριψη
    The downing of the passenger jet led to international outrage.
  2. ήττα (σε διαγωνισμό ή αγώνα)
    The team's downing of their rivals secured their place in the finals.