·

are (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
be (βοηθητικό ρήμα, ρήμα)

ουσιαστικό “are”

ενικός are, πληθυντικός ares
  1. άριο (ισοδύναμο με 100 τετραγωνικά μέτρα)
    The small garden behind the cottage measured exactly one are, providing ample space for a vegetable patch and a few fruit trees.