·

output (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “output”

ενικός output, πληθυντικός outputs ή μη μετρήσιμο
  1. παραγωγή
    The factory's output of cars has doubled this year, reaching 200,000 vehicles.
  2. έξοδος (στο πλαίσιο της πληροφορικής)
    The printer's output tray was full of documents.
  3. ισχύς παραγωγής
    The solar panels' output increases significantly on sunny days, providing more electricity to the house.
  4. παραγωγή (στο πλαίσιο της ιατρικής)
    The doctor monitored the patient's urine output closely to ensure their kidneys were functioning properly.

ρήμα “output”

απαρέμφατο output; αυτός outputs; αόριστος output, outputted; μετοχή αορ. output, outputted; μετοχή ενεστ. outputting
  1. παράγω
    The factory outputs 500 cars each month.
  2. εξάγω (στο πλαίσιο της πληροφορικής)
    The program outputs the results directly to your email.