·

well-to-do (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “well-to-do”

βασική μορφή well-to-do (more/most)
  1. πλούσιος, ευκατάστατος ή οικονομικά άνετος
    She grew up in a well-to-do neighborhood with large houses and expensive cars.

ουσιαστικό “well-to-do”

well-to-do, μόνο πληθυντικός
  1. πλούσιοι άνθρωποι; ευκατάστατα άτομα
    The well-to-do often contribute generously to charities.