ουσιαστικό “woman”
ενικός woman, πληθυντικός women
- γυναίκα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The woman in the blue dress helped the lost child find his parents at the park.
- γυναίκα (σε αγενή προσφώνηση)
Don't you dare go to the club, woman.