ουσιαστικό “penthouse”
ενικός penthouse, πληθυντικός penthouses
- ρετιρέ (ένα μεγάλο και πολυτελές διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου, συνήθως με όμορφη θέα)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After years of hard work, they moved into a spacious penthouse overlooking the city.