·

penthouse (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “penthouse”

ενικός penthouse, πληθυντικός penthouses
  1. ρετιρέ (ένα μεγάλο και πολυτελές διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου, συνήθως με όμορφη θέα)
    After years of hard work, they moved into a spacious penthouse overlooking the city.