ουσιαστικό “adventure”
ενικός adventure, πληθυντικός adventures ή μη μετρήσιμο
- περιπέτεια (δραστηριότητα με κίνδυνο)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Climbing the mountain in the middle of a storm was a true adventure for the brave hikers.
- περιπέτεια (ασυνήθιστο ή συναρπαστικό γεγονός)
Climbing the mountain was an adventure we would never forget.
- περιπέτεια (η επιθυμία για νέες και συναρπαστικές εμπειρίες)
She felt a sense of adventure as she packed her bags for the solo trip to a foreign country.
- επιχειρηματική περιπέτεια
Starting his own tech startup was a bold adventure that required significant investment and carried substantial financial risk.
- παιχνίδι περιπέτειας
I spent the whole afternoon playing an adventure on my old computer, solving puzzles and exploring mysterious worlds.
ρήμα “adventure”
απαρέμφατο adventure; αυτός adventures; αόριστος adventured; μετοχή αορ. adventured; μετοχή ενεστ. adventuring
- διακινδυνεύω
He adventured his fortune on the perilous journey.