·

adventure (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “adventure”

ενικός adventure, πληθυντικός adventures ή μη μετρήσιμο
  1. περιπέτεια (δραστηριότητα με κίνδυνο)
    Climbing the mountain in the middle of a storm was a true adventure for the brave hikers.
  2. περιπέτεια (ασυνήθιστο ή συναρπαστικό γεγονός)
    Climbing the mountain was an adventure we would never forget.
  3. περιπέτεια (η επιθυμία για νέες και συναρπαστικές εμπειρίες)
    She felt a sense of adventure as she packed her bags for the solo trip to a foreign country.
  4. επιχειρηματική περιπέτεια
    Starting his own tech startup was a bold adventure that required significant investment and carried substantial financial risk.
  5. παιχνίδι περιπέτειας
    I spent the whole afternoon playing an adventure on my old computer, solving puzzles and exploring mysterious worlds.

ρήμα “adventure”

απαρέμφατο adventure; αυτός adventures; αόριστος adventured; μετοχή αορ. adventured; μετοχή ενεστ. adventuring
  1. διακινδυνεύω
    He adventured his fortune on the perilous journey.