ουσιαστικό “artist”
ενικός artist, πληθυντικός artists
- καλλιτέχνης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The artist spent months creating a sculpture for the park.
- καλλιτέχνης (μουσικός)
The artist topped the charts with her latest album.
- δεξιοτέχνης
The chef was an artist in the kitchen, creating dishes that were both beautiful and delicious.