·

growing (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
grow (ρήμα)

επίθετο “growing”

βασική μορφή growing (more/most)
  1. αυξανόμενος
    The plant is growing rapidly, already doubling in height since last week.