επίθετο “essential”
βασική μορφή essential (more/most)
- απαραίτητος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Drinking clean water is essential for good health.
- ουσιώδης
Freedom of speech is an essential principle of democracy.
- αιθέριος
The essential oil from the lavender plant gives the soap its calming scent.
- απαραίτητος (για τη διατροφή)
Certain amino acids are essential because our bodies cannot produce them.
- ιδιοπαθής (ιατρική, που συμβαίνει χωρίς γνωστή αιτία)
The patient was diagnosed with essential tremor, which has no clear underlying cause.
ουσιαστικό “essential”
ενικός essential, πληθυντικός essentials
- αναγκαίο
Food and shelter are essentials for survival.
- θεμελιώδες στοιχείο
The course teaches the essentials of computer programming.