ουσιαστικό “identity”
ενικός identity, πληθυντικός identities ή μη μετρήσιμο
- ταυτότητα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After moving to a new country, she struggled to maintain her cultural identity.
- ταυτότητα (υπό την έννοια της ταύτισης)
The identity of these two samples required laboratory testing.
- ταυτότητα (ως προσωπείο)
He assumed a false identity to escape from the police.
- ταυτότητα (στα μαθηματικά)
In trigonometry, sin^2(x) + cos^2(x) = 1 is a fundamental identity.
- ταυτοτική συνάρτηση
The identity function in programming simply returns the value that was passed as an argument.
- ταυτοτικό στοιχείο
In matrix multiplication, the identity matrix leaves other matrices unchanged when it is used as a multiplier.