ουσιαστικό “townhouse”
ενικός townhouse, πληθυντικός townhouses
- μεζονέτα (σε σειρά)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They bought a townhouse in Brooklyn with three floors and a small backyard.
- αστική κατοικία
They left their farmhouse and moved into a townhouse closer to work.