·

child (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “child”

ενικός child, πληθυντικός children ή μη μετρήσιμο
  1. παιδί
    In many countries, a person is considered a child until they turn 18 years old.
  2. τέκνο
    Her eldest child, a successful lawyer, visits her every weekend.
  3. παιδί (στο πλαίσιο της πληροφορικής, αναφέρεται σε στοιχείο, διαδικασία ή αντικείμενο που είναι υποδεέστερο σε άλλο)
    In the database, each child is linked to a single parent record, creating a hierarchical structure.