·

hybrid (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “hybrid”

βασική μορφή hybrid, μη βαθμ.
  1. υβριδικός (φτιαγμένος με συνδυασμό δύο διαφορετικών στοιχείων ή τύπων)
    The company introduced a hybrid model that blends traditional and modern design.
  2. υβριδικό (αυτοκινήτου, που χρησιμοποιεί και ηλεκτρισμό και καύσιμο)
    He drives a hybrid vehicle to reduce his carbon footprint.

ουσιαστικό “hybrid”

ενικός hybrid, πληθυντικός hybrids
  1. υβρίδιο
    The mule is a hybrid, resulting from breeding a male donkey and a female horse.
  2. κάτι που δημιουργείται με τον συνδυασμό δύο διαφορετικών πραγμάτων
    The new app is a hybrid of social media and gaming, attracting many young users.
  3. υβριδικό (αυτοκίνητο που χρησιμοποιεί και ηλεκτρισμό και καύσιμο)
    She decided to buy a hybrid to save on gas costs and reduce emissions.
  4. (στη γλωσσολογία) μια λέξη που αποτελείται από μέρη διαφορετικών γλωσσών
    “Automobile” is a hybrid combining Greek and Latin roots.
  5. ποδήλατο σχεδιασμένο για ποδηλασία τόσο σε δρόμο όσο και εκτός δρόμου.
    He bought a hybrid to use for his city commute and weekend trail rides.
  6. ένα μπαστούνι γκολφ που συνδυάζει χαρακτηριστικά από σίδερα και ξύλα
    She prefers using a hybrid to get the ball out of tough lies on the course.