ουσιαστικό “teller”
ενικός teller, πληθυντικός tellers
- ταμίας (σε τράπεζα)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I went to the bank and the teller helped me deposit my paycheck.
- αυτόματος ταμίας
He withdrew cash from the teller outside the bank.
- ταμίας (σε επιχείρηση)
The teller at the grocery store greeted every customer with a smile.
- καταμετρητής ψήφων
The tellers counted the ballots and announced the result.
- αφηγητής
She was a magnificent teller of tales, captivating everyone with her stories.