·

angel (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “angel”

ενικός angel, πληθυντικός angels
  1. άγγελος
    In the painting, an angel with golden wings and a glowing halo hovered above the shepherds.
  2. άγγελος (πνευματικό ον χαμηλότερης τάξης)
    In the story, the angel acted as a humble servant below the higher virtues.
  3. άγγελος (καλός και ευγενικός άνθρωπος)
    She stayed up all night to help me study, proving once again that she's an absolute angel.
  4. ένα άτομο που παρέχει τα δικά του χρήματα για να βοηθήσει στην εκκίνηση νέων εταιρειών με αντάλλαγμα μετοχές
    Sarah found an angel who was willing to invest in her startup, providing both funds and valuable business advice.