·

tractor (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “tractor”

ενικός tractor, πληθυντικός tractors
  1. τρακτέρ
    The farmer drove his tractor across the field to prepare the soil.
  2. τράκτορας (φορτηγό που ρυμουλκεί ημιρυμουλκούμενο ή ρυμουλκούμενο, μεταφορές)
    The truck driver attached the trailer to his tractor before starting his route.
  3. κινητό κοτέτσι χωρίς πάτωμα, που επιτρέπει στα ζώα να βόσκουν ελεύθερα
    They used a chicken tractor to let their hens feed on fresh grass.