·

thousand (EN)
αριθμητικό (όνομα), ουσιαστικό

αριθμητικό (όνομα) “thousand”

thousand, 1000
  1. χίλια
    She saved a thousand dollars for her vacation.

ουσιαστικό “thousand”

ενικός thousand, πληθυντικός thousands
  1. χιλιάδα (ομάδα περίπου 1000 αντικειμένων ή ατόμων)
    There were thousands of stars visible in the night sky.