·

kind (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “kind”

ενικός kind, πληθυντικός kinds
  1. είδος
    What kind of books do you like to read?
  2. είδος (παρόμοιο αλλά όχι ακριβώς το ίδιο)
    She cooked a kind of soup using leftover vegetables.
  3. είδος (ανταπόδοση)
    He smiled at her, and she responded in kind.
  4. είδος (ανταλλαγή)
    The villagers paid their rent in kind, offering crops instead of cash.
  5. ένα από τα στοιχεία (άρτος ή οίνος) που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική τελετή της Θείας Κοινωνίας
    The congregation received both kinds during the service.

επίθετο “kind”

kind, συγκρ. kinder, υπερθ. kindest
  1. ευγενικός
    She is always kind to animals and takes care of them.
  2. ευεργετικός
    The sunny weather was kind to the farmers' crops this season.