ουσιαστικό “kind”
ενικός kind, πληθυντικός kinds
- είδος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
What kind of books do you like to read?
- είδος (παρόμοιο αλλά όχι ακριβώς το ίδιο)
She cooked a kind of soup using leftover vegetables.
- είδος (ανταπόδοση)
He smiled at her, and she responded in kind.
- είδος (ανταλλαγή)
The villagers paid their rent in kind, offering crops instead of cash.
- ένα από τα στοιχεία (άρτος ή οίνος) που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική τελετή της Θείας Κοινωνίας
The congregation received both kinds during the service.
επίθετο “kind”
kind, συγκρ. kinder, υπερθ. kindest
- ευγενικός
She is always kind to animals and takes care of them.
- ευεργετικός
The sunny weather was kind to the farmers' crops this season.