ουσιαστικό “roof”
ενικός roof, πληθυντικός roofs
- στέγη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The roof of our house needs repairs after the storm.
- ουρανίσκος
The hot soup burned the roof of my mouth.
- (στην εξόρυξη) το στρώμα βράχου πάνω από ένα κοιτασματοφόρο στρώμα
The miners reinforced the roof of the tunnel for safety.
- (στην αναρρίχηση) μια προεξέχουσα βραχώδης διαμόρφωση
The climber struggled to ascend the roof on the cliff face.
ρήμα “roof”
απαρέμφατο roof; αυτός roofs; αόριστος roofed; μετοχή αορ. roofed; μετοχή ενεστ. roofing
- στεγάζω (με στέγη)
They roofed the new house before winter began.