ουσιαστικό “censorship”
ενικός censorship, μη μετρήσιμο
- λογοκρισία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The government's censorship of news outlets prevented journalists from reporting on the protests.
- επιτήρηση ηθών (στην Αρχαία Ρώμη)
In Ancient Rome, the censorship was responsible for maintaining the census and public morals.