επίθετο “paved”
βασική μορφή paved, μη βαθμ.
- με σκληρή επιφάνεια από σκυρόδεμα, άσφαλτο ή παρόμοιο υλικό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The paved driveway made it easy to park near the house.