·

paved (EN)
επίθετο

επίθετο “paved”

βασική μορφή paved, μη βαθμ.
  1. με σκληρή επιφάνεια από σκυρόδεμα, άσφαλτο ή παρόμοιο υλικό
    The paved driveway made it easy to park near the house.