·

works (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
work (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “works”

ενικός works, πληθυντικός works ή μη μετρήσιμο
  1. εργοστάσιο
    After the layoffs, the works seemed like a ghost town, with only a few lights on at night.
  2. μηχανισμοί
    When I opened the clock to fix it, I was fascinated by the intricate works inside.
  3. με όλα τα επιπλέον (π.χ. σε φαγητό)
    When ordering her hot dog, she said, "Give me one with the works, including onions, relish, and mustard."