ρήμα “shed”
απαρέμφατο shed; αυτός sheds; αόριστος shed; μετοχή αορ. shed; μετοχή ενεστ. shedding
- αποβάλλω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Snakes shed their skin regularly as they grow.
- ξεφορτώνομαι
He is trying to shed some weight before the competition.
- χύνω
She shed tears of joy when she heard the good news.
- εκπέμπω
The lamp sheds enough light to read by.
- μελετάω (μουσική)
The guitarist spent hours shedding before the concert.
ουσιαστικό “shed”
ενικός shed, πληθυντικός sheds
- υπόστεγο
He keeps his gardening tools in the shed at the back of the house.
- αποθήκη (βιομηχανική)
The aircraft was stored in a shed.