επίθετο “contemporary”
βασική μορφή contemporary (more/most)
- σύγχρονος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The museum features art from the 16th century alongside works by contemporary artists.
- συνομήλικος (όταν αναφέρεται σε άτομα που έζησαν κατά την ίδια περίοδο)
Shakespeare was contemporary with Queen Elizabeth I, both living in the late 16th century.
ουσιαστικό “contemporary”
ενικός contemporary, πληθυντικός contemporaries ή μη μετρήσιμο
- σύγχρονος (όταν αναφέρεται σε άτομο ή πράγμα που υπήρξε κατά την ίδια εποχή με κάποιον άλλον ή κάτι άλλο)
Beethoven was a contemporary of Mozart, both being influential composers of the classical era.