ρήμα “protect”
απαρέμφατο protect; αυτός protects; αόριστος protected; μετοχή αορ. protected; μετοχή ενεστ. protecting
- προστατεύω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The mother bear fiercely protected her cubs from the predators.
- προστατεύω (με νόμο)
The bird species is protected.
- καλύπτω (ασφαλιστικά)
Our insurance protects us against fire.
- προστατεύω (από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση)
The access to this file is password-protected.