ουσιαστικό “borrower”
ενικός borrower, πληθυντικός borrowers
- δανειολήπτης (ένα άτομο που δανείζεται κάτι)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He was known as a regular borrower of books from the library.
- δανειολήπτης (ένα άτομο ή οργανισμός που δανείζεται χρήματα)
The bank provides detailed terms to the borrower.