·

borrower (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “borrower”

ενικός borrower, πληθυντικός borrowers
  1. δανειολήπτης (ένα άτομο που δανείζεται κάτι)
    He was known as a regular borrower of books from the library.
  2. δανειολήπτης (ένα άτομο ή οργανισμός που δανείζεται χρήματα)
    The bank provides detailed terms to the borrower.