·

overbook (EN)
ρήμα

ρήμα “overbook”

απαρέμφατο overbook; αυτός overbooks; αόριστος overbooked; μετοχή αορ. overbooked; μετοχή ενεστ. overbooking
  1. υπεράριθμες κρατήσεις
    The airline overbooked the flight, so some passengers had to wait for the next one.
  2. υπερβολικός προγραμματισμός (δραστηριοτήτων ή ραντεβού)
    She overbooked her day with meetings and couldn't attend them all.