·

only (EN)
επίθετο, επίρρημα, σύνδεσμος

επίθετο “only”

βασική μορφή only, μη βαθμ.
  1. μοναδικός
    She was the only person in the theater.
  2. μοναχοπαίδι (για καθολική απουσία αδελφών), μοναχογιός/μοναχοκόρη (για απουσία αδελφών του ίδιου φύλου)
    After three daughters, they finally had an only son.

επίρρημα “only”

only (more/most)
  1. αποκλειστικά
    It's mine, and mine only.
  2. απλώς
    The puppy only chewed on his toy, not the furniture.
  3. μόλις
    I only started reading the book yesterday.
  4. ωστόσο (σε αντίθεση με το αναμενόμενο)
    He studied all night for the exam, only to oversleep and miss it.

σύνδεσμος “only”

only
  1. εκτός αν
    I'd love to join you for dinner, only I already have plans.