επίθετο “only”
βασική μορφή only, μη βαθμ.
- μοναδικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She was the only person in the theater.
- μοναχοπαίδι (για καθολική απουσία αδελφών), μοναχογιός/μοναχοκόρη (για απουσία αδελφών του ίδιου φύλου)
After three daughters, they finally had an only son.
επίρρημα “only”
- αποκλειστικά
It's mine, and mine only.
- απλώς
The puppy only chewed on his toy, not the furniture.
- μόλις
I only started reading the book yesterday.
- ωστόσο (σε αντίθεση με το αναμενόμενο)
He studied all night for the exam, only to oversleep and miss it.
σύνδεσμος “only”
- εκτός αν
I'd love to join you for dinner, only I already have plans.