ουσιαστικό “toy”
ενικός toy, πληθυντικός toys
- παιχνίδι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The child received a new toy for his birthday.
- κάτι που κατέχεις για ευχαρίστηση παρά για χρησιμότητα
He likes expensive toys like cars.
ρήμα “toy”
απαρέμφατο toy; αυτός toys; αόριστος toyed; μετοχή αορ. toyed; μετοχή ενεστ. toying
- παίζω
The cat toyed with the mouse before letting it go.
- σκέφτομαι (επιπόλαια)
He was toying with the idea of changing careers.
επίθετο “toy”
βασική μορφή toy, μη βαθμ.
- μινιατούρα (για παιχνίδι)
The child loves to play with his toy cars.