·

toy (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, επίθετο

ουσιαστικό “toy”

ενικός toy, πληθυντικός toys
  1. παιχνίδι
    The child received a new toy for his birthday.
  2. κάτι που κατέχεις για ευχαρίστηση παρά για χρησιμότητα
    He likes expensive toys like cars.

ρήμα “toy”

απαρέμφατο toy; αυτός toys; αόριστος toyed; μετοχή αορ. toyed; μετοχή ενεστ. toying
  1. παίζω
    The cat toyed with the mouse before letting it go.
  2. σκέφτομαι (επιπόλαια)
    He was toying with the idea of changing careers.

επίθετο “toy”

βασική μορφή toy, μη βαθμ.
  1. μινιατούρα (για παιχνίδι)
    The child loves to play with his toy cars.