ρήμα “summarize”
απαρέμφατο summarize, summarise uk; αυτός summarizes, summarises uk; αόριστος summarized, summarised uk; μετοχή αορ. summarized, summarised uk; μετοχή ενεστ. summarizing, summarising uk
- συνοψίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The student summarized the chapter for her classmates.
- ανακεφαλαιώνω (σύντομη ανασκόπηση)
After the discussion, he summarized by highlighting the key issues.