·

shining (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
shine (ρήμα)

επίθετο “shining”

βασική μορφή shining (more/most)
  1. λαμπερός
    Her shining eyes were like two stars in the night sky.
  2. γυαλισμένος
    The shining silverware on the table gleamed under the soft glow of the chandelier.
  3. εξαιρετικός
    Her shining performance in the play earned her a standing ovation from the audience.