·

revenue (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “revenue”

ενικός revenue, μη μετρήσιμο
  1. έσοδα (το συνολικό εισόδημα που παράγεται από μια εταιρεία ή οργανισμό από τις δραστηριότητές του)
    The company's revenue increased by 20% this year due to strong sales.
  2. έσοδα (μερίσματα + τόκοι + κεφαλαιακά κέρδη που προκύπτουν από μια επένδυση)
    The investor was pleased with the revenue from her portfolio.