·

hedge (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “hedge”

ενικός hedge, πληθυντικός hedges
  1. φράχτης (σειρά από πυκνά φυτεμένους θάμνους ή χαμηλά δέντρα που σχηματίζουν φράχτη ή όριο)
    The farmer planted a hedge to separate his land from the neighbor's.
  2. φράχτης
    The extra security measures served as a hedge against potential threats.
  3. υπεκφυγή
    His speech was full of hedges, leaving us uncertain about his plans.
  4. αντιστάθμιση (μια επένδυση ή στρατηγική που αποσκοπεί στη μείωση της πιθανής οικονομικής ζημίας)
    Many investors use bonds as a hedge against market downturns.

ρήμα “hedge”

απαρέμφατο hedge; αυτός hedges; αόριστος hedged; μετοχή αορ. hedged; μετοχή ενεστ. hedging
  1. αντιστάθμιση (να προστατεύεται κανείς από οικονομική απώλεια κάνοντας εξισορροπητικές ή αντισταθμιστικές συναλλαγές)
    The company hedged against currency risks by buying foreign exchange futures.
  2. υπεκφεύγω
    When asked directly, she hedged and spoke about unrelated topics.
  3. περιφράσσω (με φράχτη)
    They hedged their property to keep out trespassers.