ουσιαστικό “hedge”
ενικός hedge, πληθυντικός hedges
- φράχτης (σειρά από πυκνά φυτεμένους θάμνους ή χαμηλά δέντρα που σχηματίζουν φράχτη ή όριο)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The farmer planted a hedge to separate his land from the neighbor's.
- φράχτης
The extra security measures served as a hedge against potential threats.
- υπεκφυγή
His speech was full of hedges, leaving us uncertain about his plans.
- αντιστάθμιση (μια επένδυση ή στρατηγική που αποσκοπεί στη μείωση της πιθανής οικονομικής ζημίας)
Many investors use bonds as a hedge against market downturns.
ρήμα “hedge”
απαρέμφατο hedge; αυτός hedges; αόριστος hedged; μετοχή αορ. hedged; μετοχή ενεστ. hedging
- αντιστάθμιση (να προστατεύεται κανείς από οικονομική απώλεια κάνοντας εξισορροπητικές ή αντισταθμιστικές συναλλαγές)
The company hedged against currency risks by buying foreign exchange futures.
- υπεκφεύγω
When asked directly, she hedged and spoke about unrelated topics.
- περιφράσσω (με φράχτη)
They hedged their property to keep out trespassers.