·

concept (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “concept”

ενικός concept, πληθυντικός concepts
  1. έννοια (μια αφηρημένη ιδέα ή γενική κατανόηση για κάτι)
    The concept of justice varies across different cultures.
  2. σχέδιο (μια ιδέα για κάτι νέο, που συχνά παρουσιάζεται ως προκαταρκτικός σχεδιασμός)
    The architect presented several concepts for the new museum.