ρήμα “affect”
απαρέμφατο affect; αυτός affects; αόριστος affected; μετοχή αορ. affected; μετοχή ενεστ. affecting
- επηρεάζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The new law will greatly affect how businesses operate.
- συγκινώ
The news of the old tree being cut down affected her more than she expected.
- πλήττω (σε περίπτωση ασθένειας)
The flu virus affected his respiratory system, making it hard for him to breathe.
- προσποιούμαι
She affected surprise when she already knew about the party.
ουσιαστικό “affect”
ενικός affect, πληθυντικός affects ή μη μετρήσιμο
- συναίσθημα
Watching the sunset, she felt a peaceful affect wash over her, calming her nerves.