επίθετο “fraudulent”
βασική μορφή fraudulent (more/most)
- απατηλός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company's fraudulent activities led to a major financial scandal.
- ψεύτικος (όχι αυθεντικός)
She was caught using a fraudulent passport at the border.