ρήμα “forecast”
απαρέμφατο forecast; αυτός forecasts; αόριστος forecast, forecasted; μετοχή αορ. forecast, forecasted; μετοχή ενεστ. forecasting
- προβλέπω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The economists forecast a rise in employment rates next year.
ουσιαστικό “forecast”
ενικός forecast, πληθυντικός forecasts
- πρόβλεψη (εκτίμηση μελλοντικών γεγονότων ή συνθηκών)
The weather forecast indicates heavy snow this weekend.