·

station (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “station”

ενικός station, πληθυντικός stations
  1. σταθμός
    She waited at the train station for hours, watching travelers hurry by.
  2. στάση
    The express train doesn't stop at every station along the way.
  3. σταθμός (υπηρεσίας)
    The new police station was built to serve the growing community.
  4. βάση
    The army has a station near my house.
  5. σταθμός (ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός)
    He listens to the local jazz station every evening.
  6. θέση
    The chef returned to his station in the kitchen to prepare the next dish.
  7. βενζινάδικο
    They pulled into a station to refuel before continuing their road trip.
  8. Θέση (επίσημο, η κοινωνική θέση ή το αξίωμα κάποιου στην κοινωνία)
    Despite his high station, he was humble and approachable.

ρήμα “station”

απαρέμφατο station; αυτός stations; αόριστος stationed; μετοχή αορ. stationed; μετοχή ενεστ. stationing
  1. τοποθετώ (να αναθέσω σε κάποιον να βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή θέση για μια εργασία ή καθήκον)
    The manager stationed an employee at the door to welcome guests.
  2. τοποθετώ (στο στρατό, να αναθέτω στρατιωτικό προσωπικό σε ένα μέρος όπου θα υπηρετήσουν)
    He was stationed at an air force base overseas for three years.