ουσιαστικό “oak”
ενικός oak, πληθυντικός oaks ή μη μετρήσιμο
- βελανιδιά
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The children played under the shade of the old oak in the park.
- δρυς
The dining table is crafted from solid oak.
- βελανιδί
She chose a dress in a deep oak to match the autumn leaves.
- πόρτα (σε κολέγιο)
When the professor needed some quiet time, he would sport his oak to avoid interruptions.
επίθετο “oak”
βασική μορφή oak, μη βαθμ.
- δρύινος
The large dining table in the kitchen is oak and very sturdy.
- βελανιδί (χρώμα)
She wore a beautiful dress in a deep oak shade that matched the autumn leaves.