·

halve (EN)
ρήμα

ρήμα “halve”

απαρέμφατο halve; αυτός halves; αόριστος halved; μετοχή αορ. halved; μετοχή ενεστ. halving
  1. μειώνω στο μισό
    The company decided to halve its prices to attract more customers.
  2. χωρίζω στα δύο (σε ίσα μέρη)
    She halved the apple and gave one piece to her friend.