ρήμα “halve”
απαρέμφατο halve; αυτός halves; αόριστος halved; μετοχή αορ. halved; μετοχή ενεστ. halving
- μειώνω στο μισό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company decided to halve its prices to attract more customers.
- χωρίζω στα δύο (σε ίσα μέρη)
She halved the apple and gave one piece to her friend.